- ενδόσιμο
- το (AM ἐνδόσιμος, -ον)Ι. το ουδ. ως ουσ. το ενδόσιμο (AM ἐνδόσιμον)αυτό που δίνει εύλογη αφορμή για κάποια σκέψη ή ενέργειααρχ.-μσν.προανάκρουσμα, εισαγωγή ύμνου ή ψαλμούαρχ.προοίμιο ρητορικού λόγουΙΙ. επίθ. ἐνδόσιμος, -ονενδοτικός, υποχωρητικόςαρχ.1. άμισθος2. (για τρόφιμα) «ἐνδόσιμα τῇ πέψει» — εύπεπτα.
Dictionary of Greek. 2013.